- Κατσίβελος
- ο θηλ. Κατσιβέλα (λ. ιταλ.), Ατσίγγανος, Γύφτος: Η περιοχή αυτή έχει πολλούς Κατσίβελους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατσίβελος — ο, θηλ. κατσιβέλα 1. γύφτος, τσιγγάνος 2. άνθρωπος που έχει τις ιδιότητες τών τσιγγάνων, που δεν έχει μόνιμη στέγη 3. βρόμικος, ατημέλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < ιταλ. cattiv ello «σκλάβος, δυστυχής». Κατ άλλη άποψη < βλαχ. cacivel < … Dictionary of Greek
ατσίγγανος — ο [Αθίγγανος] 1. αθίγγανος, γύφτος, κατσίβελος 2. (συνκδ.) α) αυτός που αλλάζει συνέχεια διαμονή β) ακάθαρτος, βρόμικος, ακατάστατος γ) λαίμαργος, πειναλέος δ) φιλάργυρος, τσιγκούνης ε) σιδηρουργός, γύφτος, χαλκιάς … Dictionary of Greek
κατσιβελιά — η [κατσίβελος] 1. το γνώρισμα τού κατσίβελου, η νομαδική ζωή 2. πράξη που αρμόζει σε κατσίβελο, γυφτιά … Dictionary of Greek
κουτσούβελο — το μικρό παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κατσίβελος «γύφτος ατημέλητος»] … Dictionary of Greek
Ατσίγγανος — ο θηλ. άνα και Τσιγγάνος, ο θηλ. άνα και Γύφτος, ο θηλ. ισσα και Κατσίβελος, ο θηλ. έλα νομαδικό φύλο· ως προσηγορ., ανέστιος, ευτελής: Είχαν βαρεθεί να ζουν πότε εδώ και πότε εκεί σαν Ατσίγγανοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τσιγγάνος — Τσιγγάνος, ο και Τσιγγάνος, ο και Ατσίγγανος, ο θηλ. άνα 1. αυτός που ανήκει στη γνωστή φυλή ινδικής καταγωγής, που περιπλανιέται διασκορπισμένη σε όλη την οικουμένη, Γύφτος, Κατσίβελος. 2. μτφ., άνθρωπος που έχει τις ιδιότητες του Τσιγγάνου,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξακουσμένος — η, ο περίφημος, ονομαστός: Κατσίβελος και ξακουσμένος δε γίνεται (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)